- συν-απο-κομίζω
συν-απο-κομίζω, mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-κομίζω, mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… … Dictionary of Greek