- συν-απο-κινδῡνεύω
συν-απο-κινδῡνεύω, mit wagen, Hel. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-κινδῡνεύω, mit wagen, Hel. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek