- συν-απο-κόπτω
συν-απο-κόπτω, mit od. zugleich abhauen, Plut. de vit. pud. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-κόπτω, mit od. zugleich abhauen, Plut. de vit. pud. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek