- συν-απο-κτείνω
συν-απο-κτείνω (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; Antiph. 5, 39; Aesch. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-κτείνω (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; Antiph. 5, 39; Aesch. 2, 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… … Dictionary of Greek