- συν-απο-ξύω
συν-απο-ξύω (s. ξύω), mit od. zugleich abstreifen, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-ξύω (s. ξύω), mit od. zugleich abstreifen, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξύσμα — το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω] 1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας 2. (για ξύλο) ροκανίδι 3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα 4. (για τυρί) τρίμμα 5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματος αρχ. 1. ό,τι έχει σκαλιστεί με… … Dictionary of Greek
παλίμψηστος — η, ο (ΑΜ παλίμψηστος, ον) 1. (για χειρόγραφο, συν. σε πάπυρο ή περγαμηνή) αυτός τού οποίου το αρχικό κείμενο έχει ξεστεί για να γραφεί νέο κείμενο 2. το ουδ. ως ουσ. το παλίμψηστο(ν) χειρόγραφο συνήθως σε περγαμηνή ή σε πάπυρο τού οποίου έχει… … Dictionary of Greek