- συν-απο-φθίνω
συν-απο-φθίνω (s. φϑίνω), mit od. zugleich zerstören, tödten, ὁμῇ συναπέφϑισαν ἄτῃ Opp. Hal. 5, 546, συναπέφϑιτο 587.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-φθίνω (s. φϑίνω), mit od. zugleich zerstören, tödten, ὁμῇ συναπέφϑισαν ἄτῃ Opp. Hal. 5, 546, συναπέφϑιτο 587.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek