- συν-απο-τροχάζω
συν-απο-τροχάζω, = Vorigem, B. A. 427.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-τροχάζω, = Vorigem, B. A. 427.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναποτροχάζω — Α ξεφεύγω, διαφεύγω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπό + τροχάζω, άλλος τ. αντί τρέχω] … Dictionary of Greek