- συν-απο-στερέω
συν-απο-στερέω, mit od. zugleich berauben, rauben; χρήματα, Plat. Legg. XII, 948 c; μετά τινός τινα, Dem. 30, 31; ἐμὲ τῶν ὄντων τῷ κηδεστῇ, ib. §. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απο-στερέω, mit od. zugleich berauben, rauben; χρήματα, Plat. Legg. XII, 948 c; μετά τινός τινα, Dem. 30, 31; ἐμὲ τῶν ὄντων τῷ κηδεστῇ, ib. §. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.