- συν-απ-αντάω
συν-απ-αντάω, mit od. zugleich entgegengehen, -kommen, Arist. mirab. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-απ-αντάω, mit od. zugleich entgegengehen, -kommen, Arist. mirab. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… … Dictionary of Greek