συν-απ-ελαφρύνω

συν-απ-ελαφρύνω

συν-απ-ελαφρύνω, s. συνεπελαφρύνω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνεπικουφίζω — Α 1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι 2. συντελώ στην ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπελαφρύνω — Α βοηθώ στην ελάφρυνση, στην ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπελαφρύνω «ελαφρύνω, ανακουφίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”