κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κλίνω — έκλινα, κλίθηκα, κλιμένος 1. γέρνω, λυγίζω, πλαγιάζω: Μην κλίνεις τα γόνατα. 2. γράφω ή λέγω όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου: Κλίνε μου το ρήμα γράφω. 3. ρέπω, έχω τάση προς κάτι: Κλίνει προς το σοσιαλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποτικλίνω — Α (επικ. και δωρ. τ.) προσκλίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλίνω] … Dictionary of Greek
αθεΐζω — κλίνω προς την αθεΐα, αρνούμαι την ύπαρξη τού θεού, είμαι άθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθεος. ΠΑΡ. αθεΐστής] … Dictionary of Greek
λευκοφέρνω — κλίνω προς το λευκό χρώμα, ασπρίζω, είμαι υπόλευκος … Dictionary of Greek
αθεΐζω — κλίνω προς την αθεΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκλίνω — κλίνω προς κάτι ή κάποιον, πλησιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
προσκλίνω — ΝΑ [κλίνω] 1. κλίνω, στρέφω κάτι προς κάτι άλλο, τό στηρίζω πάνω σε κάτι άλλο 2. στηρίζομαι, γέρνω, ακουμπώ 3. μτφ. έχω ενδιάθετη κλίση, αισθάνομαι φυσική συμπάθεια προς ένα πρόσωπο και τείνω να συνταχθώ με τις απόψεις του, να πάω με το μέρος του … Dictionary of Greek
μετακλίνω — (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) (κυριολ. και μτφ.) κλίνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι προς άλλο μέρος, προς άλλη πλευρά 2. μέσ. μετακλίνομαι α) κλίνω προς το άλλο μέρος, μεταστρέφομαι β) μεταβάλλομαι γ) (για τους μυς) στρέφομαι προς όλες τις κατευθύνσεις.… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek