συν-απ-όλλῡμι

συν-απ-όλλῡμι

συν-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich vernichten, tödten; Her. 7, 221; aor., Antiph. 5, 82; Thuc. 2, 60. – Med. mit umkommen, sterben, τοῖς κακοῖς συναπόλλυσϑαι, Plat. Lys. 221 b Critia 121 a; Lys. 12, 88; Dem. 59, 95.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολέκω — ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ) 1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φονεύω 3. παθ. ὀλέκομαι (ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος,… …   Dictionary of Greek

  • συνόλλυμι — ΜA μέσ. συνόλλυμαι αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον αρχ. εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”