- συγ-γηράσκω
συγ-γηράσκω = Folgdm (s. γηράσκω), γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 184, Isocr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-γηράσκω = Folgdm (s. γηράσκω), γηράσκοντι τῷ σώματι συγγηράσκουσι καὶ αἱ φρένες, Her. 3, 184, Isocr. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.