συγ-καθ-ίστημι

συγ-καθ-ίστημι

συγ-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), mit, zugleich, zusammen niedersetzen, einsetzen, τὸν ξυγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα, Aesch. Prom. 305; ἀϑλίου κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον, Eur. Herc. Fur. 1387; Thuc. 8, 68; Xen. Ages. 2, 30; Plat. Rep. VII, 567 b; τύραννον, Andoc. 1, 97; μοναρχίας, Isocr. 4, 125; Xen. Ages. 2, 30; mit andern hinstellen, hinbringen in die vorige Stellung, καὶ οὐ συγκατέστησε τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηράρχων, Dem. 21, 168. – Med. sich gegen Jem. zum Kampfe stellen, τινί, Pol. 32, 20, 4; τοῖς πολεμίοις εἰς τὴν μάχην, 11, 23, 4; τοῖς ὑπεναντίοις κατὰ πρόςωπον, 9, 3, 6; u. so συγκαταστῆναι πρός τινα, 31, 20, 8 u. öfter; auch absolut, οἱ συγκαϑεστῶτες, 4, 12, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”