συγ-γενής

συγ-γενής

συγ-γενής, ές, mitgeboren, angeboren, ὀφϑαλμός, Pind. P. 5, 16; πότμος, N. 5, 40 I. 1, 40, ἦϑος, Ol. 13, 13; τὸ συγγενές, N. 6, 8 P. 10, 12, παυροῖς γὰρ ἀνδρῶν ἐστι συγγενὲς τόδε, Aesch. Ag. 806; Eum. 661. – Gew. verwandt von demselben Geschlechte; συγγενέσιν παρεκοινᾶτο, Pind. P. 4, 133; Aesch. Ch. 197; φεύγουσα συγγενῆ γάμον άνεψιῶν, Prom. 857; Soph. O. R. 551. 1159; öfter het Eur., bei Thuc. u. sonst in Prosa; τσ συγγενές, die Verwandtschaft, Aesch. Prom. 39. 289, wie Soph. El. 1461 u. Eur. Heracl. 6; auch adv. συγγενῶς, Herc. Eur. 1293; übertr., ähnlich, ἔστιν οὖν ἀδελφὸς αὐτῷ το ὺς τρόπους οὐ συγγενής, Ar. Equ. 1277; u. mit der bei ὅμοιος bemerkten Kürze, ὡς ξυγγενὴς ὁ κύσϑ ος αὐτῆς ϑατέρᾳ für τῷ τῆς ἑτέρας κ ύσϑῳ, Ach. 754; τούτῳ συγγενέστερον καὶ ὁμοιότερον, Plat. Phil. 22 d; Phaed. 79 b; Folgde. – Am persischen, ewse war συγγενής ein Ehrentitel, den der König anagezeichneten Mäinern ertheilte, Xen. Cyl. 1, 4, 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • θειογενής — θειογενής, ές (Α) ποιητ. τ. τού θεογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + γενής (< γένος), πρβλ. εγ γενής, συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • θερειγενής — θερειγενής, ές (Α) 1. αυτός που φυτρώνει ή φουντώνει κατά το καλοκαίρι 2. θερμός («θερειγενή ὕδατα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + γενής (< γένος), πρβλ. εγ γενής, συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • κοινογενής — κοινογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γενής (< γένος), πρβλ. παγ γενής, συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • κυματογενής — ές αυτός που προέρχεται από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + γενής (< γένος), πρβλ. πτυχωσι γενής συγ γενής) …   Dictionary of Greek

  • υπεργενής — ές, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από ό,τι είναι σχετικό με δημιουργήματα, με τον φυσικό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κατα γενής, συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • παγγενής — παγγενής, ές (Α) 1. ο κάθε είδους, παντοειδής 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη. επίρρ... παγγενῶς (Μ) με κάθε γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • προσγενής — ές, ΜΑ 1. συγγενικός 2. (ιδίως το αρσ. ως ουσ.) ὁ προσγενής ο συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • θεογέναιος — θεογέναιος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεογενής, μολονότι τα επίθ. σε γενής σχηματίζουν συνήθως παρ. σε γένειος, πρβλ. α γένειος, συγ γένειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”