- συγ-γενέτης
συγ-γενέτης, ὁ, Miterzeuger, gemeinschaftlicher Vater (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-γενέτης, ὁ, Miterzeuger, gemeinschaftlicher Vater (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek