- συγ-γνωστός
συγ-γνωστός, verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-γνωστός, verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύγγνωστος — η, ο (ΑΜ εὐσύγγνω στος, ον) αυτός που συγχωρείται ή μπορεί να συγχωρηθεί εύκολα, για τον οποίο εύκολα επιδεικνύεται κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συγ γνωστός] … Dictionary of Greek