- προς-κλύζω
προς-κλύζω, mit den Wellen anspülen, anschlagen, ϑάλαττα προςκλύζει, Xen. Cyr. 6, 2, 22; τῷ ὄρει προςκλύζει τὸ πέλαγος, Pol. 5, 59, 5; Luc. amor. 53; πρός τι, Plut. Dio 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κλύζω, mit den Wellen anspülen, anschlagen, ϑάλαττα προςκλύζει, Xen. Cyr. 6, 2, 22; τῷ ὄρει προςκλύζει τὸ πέλαγος, Pol. 5, 59, 5; Luc. amor. 53; πρός τι, Plut. Dio 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
ποτικλύζω — Α (δωρ. τ.) προσκλύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»] … Dictionary of Greek
προσεγκλύζων — πρός , ἐν κλύζω wash pres part act masc nom sg πρόσ ἐγκλύζω rinse the inside of pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)