- προς-κηρῡκεύομαι
προς-κηρῡκεύομαι, einen Herold zu Einem schicken, Thuc. 4, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κηρῡκεύομαι, einen Herold zu Einem schicken, Thuc. 4, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… … Dictionary of Greek