συγ-κόρυφος

συγ-κόρυφος

συγ-κόρυφος, mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατακόρυφος — η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο τής γής, αυτός που έχει τη διεύθυνση τού νήματος τής στάθμης 2. το θηλ. ως ουσ. η κατακόρυφος νοητή γραμμή που τέμνει την ουράνια σφαίρα κατά τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”