συγχίς

συγχίς

συγχίς, ίδος, ἡ, eine Art Schuhe od. Socken, Phani. 2 (VI, 294), wo Jac. zu vgl. S. συκχίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συγχίς — ίδος, ἡ, Α βλ. συκχίς …   Dictionary of Greek

  • συγχίδα — συγχίς shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκχίς — και συγχίς, ἡ, Α είδος φρυγικού υποδήματος ή κάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, η οποία, κατά μια άποψη, συνδέεται με το αβεστ. haxa «πέλμα». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από γλώσσα τής περιοχής τού Καυκάσου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”