- συγ-χρονίζω
συγ-χρονίζω, gleichzeitig sein, Schol. Ar. Ach. 850.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-χρονίζω, gleichzeitig sein, Schol. Ar. Ach. 850.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυχρονίζω — ΝΜΑ, και πολυχρονάω Ν γίνομαι πολύχρονος, ζω πολύ, διαρκώ πολύ χρόνο νεοελλ. 1. (σε ευχή) παρατείνω τον χρόνο ζωής κάποιου, καθιστώ κάποιον πολύχρονο («η Παναγία να σέ πολυχρονίζει») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένος α)… … Dictionary of Greek