συ-ζυγίτης

συ-ζυγίτης

συ-ζυγίτης, , fem. συζυγῖτις, ιδος, = σύζυγος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγίτης — ο (Α ζυγίτης) νεοελλ. ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό τής βάρκας αρχ. ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίτης — ζυγί̱της , ζυγίτης the rower who sat on the mid most of the three banks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγῖται — ζυγίτης the rower who sat on the mid most of the three banks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Olympias (trireme) — Olympias Career (Greece) …   Wikipedia

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίτις — ζυγῑτις, ἡ (Α) (αντί τού ζυγία, θηλ. τού επιθ. ζύγιος) (για θεότητες, κυρίως την Ήρα και την Αφροδίτη) αυτή που προστατεύει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ζυγίτης, παράλλ. τ. τού ζύγιος] …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ζύγιος — ζύγιος, ον, θηλ. και ζυγία (Α) [ζυγόν] 1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για τον ζυγό, για ζέψιμο («ζύγιος ἵππος», Ευρ.) 2. ζυγίτης 3. έγγαμος, παντρεμένος («ἀζυγέων καὶ ζυγίων», Γρηγ. Ναζ.) 4. ο ισορροπημένος («εὗρεν ζυγίας τὰς δικαιοσύνας… …   Dictionary of Greek

  • ζυγιτῶν — ζυγῑτῶν , ζυγίτης the rower who sat on the mid most of the three banks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίταις — ζυγί̱ταις , ζυγίτης the rower who sat on the mid most of the three banks masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίτην — ζυγί̱την , ζυγίτης the rower who sat on the mid most of the three banks masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”