- συν-όλλῡμι
συν-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνόλλυμι — ΜA μέσ. συνόλλυμαι αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον αρχ. εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
ολέκω — ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ) 1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φονεύω 3. παθ. ὀλέκομαι (ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος,… … Dictionary of Greek