- συν-όργιος
συν-όργιος, die Orgien feiernd, Poll. 6, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-όργιος, die Orgien feiernd, Poll. 6, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνόργιος — ον, Α αυτός που μετέχει σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οργιος (< ὄργια «μυστηριακές τελετές»), πρβλ. πολυ όργιος] … Dictionary of Greek