- συμ-ψεύδομαι
συμ-ψεύδομαι, mit od. zusammen lügen, συμψεύδεσϑαι καὶ συγχρῆσϑαι τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι, fälschlich brauchen, Pol. 6, 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-ψεύδομαι, mit od. zusammen lügen, συμψεύδεσϑαι καὶ συγχρῆσϑαι τῷ τῆς βασιλείας ὀνόματι, fälschlich brauchen, Pol. 6, 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.