- συμ-φορέω
συμ-φορέω, = συμφέρω, zusammentragen, sammeln, anhäufen; Her. 5, 92, 7. 9, 83; Thuc. 6, 99; εἰς μίαν οἴκησιν ξυμφορήσαντες πάντα χρήματα, Plat. Legg. VII, 805 e; εἰκῇ συμπεφορημένος, Phaedr. 253 e; πνεῦμα συμφοροῦν τὴν χιόνα, Xen. Cyn. 8, 1; πρεσβεῖαι συμφοροῦσαι στεφάνους αὐτῷ, Pol. 22, 24, 1; auch αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας, Dem. 18, 15; ἑταιρικὰ διηγήματα, Luc. Amor. 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.