- συμ-φορεύς
συμ-φορεύς, ὁ, Begleiter, lacedämonisches Wort bei Xen. Hell. 4, 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-φορεύς, ὁ, Begleiter, lacedämonisches Wort bei Xen. Hell. 4, 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιμοφορεύς — λιμοφορεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που φέρνει λιμό, αυτός που προξενεί πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. αμφι φορεύς, συμ φορεύς] … Dictionary of Greek