- συμ-φερτός
συμ-φερτός, wie συμφορητός, zusammengetragen, -gebracht, verbunden; συμφερτὴ ἀρετή, vereinigte Tapferkeit, Kraft, H. 13, 237; Nonn. D. 5, 387 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-φερτός, wie συμφορητός, zusammengetragen, -gebracht, verbunden; συμφερτὴ ἀρετή, vereinigte Tapferkeit, Kraft, H. 13, 237; Nonn. D. 5, 387 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek