- συν-τίλλω
συν-τίλλω, zerrupfen, zerzausen, pass., Strat. 13 (XII, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τίλλω, zerrupfen, zerzausen, pass., Strat. 13 (XII, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντιλλέσθω — σύν τίλλω b. pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek