- συν-τροχἀζω
συν-τροχἀζω, = Folgdm; Mel. 127 (VII, 417); Plut. Agesil. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τροχἀζω, = Folgdm; Mel. 127 (VII, 417); Plut. Agesil. 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντροχάζω — Α τρέχω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχάζω, άλλος τ. αντί τού τρέχω] … Dictionary of Greek
συνεπιτροχάζων — σύν , ἐπί τροχάζω run quickly pres part act masc nom sg σύν ἐπιτροχάζω run lightly over pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποτροχάζω — Α ξεφεύγω, διαφεύγω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπό + τροχάζω, άλλος τ. αντί τρέχω] … Dictionary of Greek
συντροχώ — άω, Α συντροχάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τροχῶ, άω, άλλος τ. τού τροχάζω] … Dictionary of Greek