- προς-εξ-ελίσσω
προς-εξ-ελίσσω, noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εξ-ελίσσω, noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
υφελίσσω — Α (εύχρ. μόνον στον τ. ύπελίσσω*) συστρέφω από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐλίσσω / ἑλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»] … Dictionary of Greek
υπελίσσω — ΜΑ, και αττ. τ. ὑπελίττω και ὑπειλίσσω Α συστρέφω από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐλίσσω / εἰλίσσω «στρέφω, περιστρέφω»] … Dictionary of Greek