- συμ-πῑλητικός
συμ-πῑλητικός, ή, όν, = συμπιλωτικός; τὸ ψυχρὸν συμπιλατικὸν πόρων ἐστί Tim. Locr. 100 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-πῑλητικός, ή, όν, = συμπιλωτικός; τὸ ψυχρὸν συμπιλατικὸν πόρων ἐστί Tim. Locr. 100 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.