- συμ-πένομαι
συμ-πένομαι, mit od. zugleich arm sein, τινός, an Etwas, ξυμπένομαι τοῖς πολίταις τούτου τοῠ πράγματος, Plat. Men. 71 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-πένομαι, mit od. zugleich arm sein, τινός, an Etwas, ξυμπένομαι τοῖς πολίταις τούτου τοῠ πράγματος, Plat. Men. 71 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.