- συμ-πλεκής
συμ-πλεκής, ές, verflochten, verbunden, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-πλεκής, ές, verflochten, verbunden, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… … Dictionary of Greek
παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
περιπλεκής — ές, Μ (ποιητ. τ.) περίπλεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
πολυπλεκής — ές, ΜΑ μσν. πολύ περίπλοκος («πολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.) αρχ. πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek