συμ-πότης

συμ-πότης

συμ-πότης, , Mittrinker, Theilnehmer am Trinkgelage, Gast; ἁλίκεσσι συμπόταις, Pind. Ol. 1, 61; συμπόταισιν ὁμιλεῖν, P. 6, 53; Ar. Lys. 1227; Eur. Alc. 344; Plat. Conv. 213 b u. öfter; Antiph. 2 α 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταπότης — καταπότης, ὁ (Α) λάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προ πότης, συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπότης — παλιμπότης, ὁ (Α) είδος διπλού ποτηριού αποτελούμενου από δύο ενωμένα στις βάσεις ποτήρια ώστε να δέχεται υγρό και από τις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πότης (< πίνω), πρβλ. συμ πότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”