- συμ-προς-πλέκω
συμ-προς-πλέκω, mit od. zugleich hinzuflechten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-προς-πλέκω, mit od. zugleich hinzuflechten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek