- συφεός
συφεός, ὁ, der Schweinstall, Schweinkosen, Od. 10, 238. 14, 13. 73; συφεόνδε, zum Schweinkosen hin, 10, 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συφεός, ὁ, der Schweinstall, Schweinkosen, Od. 10, 238. 14, 13. 73; συφεόνδε, zum Schweinkosen hin, 10, 320.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συφεός — hog sty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεός — και επικ. τ. συφειός, ὁ, Α χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συ φ εός έχει σχηματιστεί < σῦς «χοίρος, κάπρος» + επίθημα εός (πρβλ. θηρ εός, κολ εός). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το φ τού τ. Αν δεχθούμε ότι η λ. εμφανίζει επίθημα φεός, προκύπτουν… … Dictionary of Greek
συφειοῦ — συφεός hog sty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοῖς — συφεός hog sty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοῖσιν — συφεός hog sty masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοί — συφεός hog sty masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεοῦ — συφεός hog sty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεούς — συφεός hog sty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῶν — συφεός hog sty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεῷ — συφεός hog sty masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συφεόν — συφεός hog sty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)