συ-σμηρίζω

συ-σμηρίζω

συ-σμηρίζω, zusammenlöthen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σμηρίζω — Α στιλβώνω με τρίψιμο, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. σμῶ* / σμήω, κατά το στηρίζω. Η σύνδεση τού ρ. με τη λ. σμῆριγξ δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • σμηρίζεται — σμηρίζω smooth pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσμηρισμένοις — σμηρίζω smooth perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένας — συνεσμηρισμένᾱς , σύν σμηρίζω smooth perf part mp fem acc pl συνεσμηρισμένᾱς , σύν σμηρίζω smooth perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένον — σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc acc sg σύν σμηρίζω smooth perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένων — σύν σμηρίζω smooth perf part mp fem gen pl σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… …   Dictionary of Greek

  • συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • συνεσμηρισμένοι — σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρισμένος — σύν σμηρίζω smooth perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεσμηρίσθω — σύν σμηρίζω smooth perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”