συ-σκοτάζω

συ-σκοτάζω

συ-σκοτάζω, 1) umfinstern, umdunkeln, ganz verfinstern. – 2) intrans., rings finster, dunkel werden, ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, Thuc. 1, 51. 7, 73 Xen. Cyr. 4, 5, 5 Dem. 54, 5, Pol. 31, 21, 9 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκοτάζω — ΜΑ [σκότος] 1. ρίχνω σκοτάδι, σκοτίζω («καὶ ἐσκότασεν ἐπ αὐτὸν ὁ Λίβανος», ΠΔ) 2. παθ. σκοτάζομαι γίνομαι σκοτεινός, σκοτεινιάζω …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκοτῶν — ἀπό σκοτάω their sight is darkened pres part act masc voc sg ἀπό σκοτάω their sight is darkened pres part act neut nom/voc/acc sg ἀπό σκοτάω their sight is darkened pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀπό σκοτάω their sight is darkened… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκοτώσας — ἀποσκοτώσᾱς , ἀπό σκοτάω their sight is darkened pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀποσκοτώσᾱς , ἀπό σκοτάω their sight is darkened pres part act fem gen sg (doric) ἀποσκοτώσᾱς , ἀπό σκοτάζω grow dark fut part act fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισκοτάζω — ἐπισκοτάζω (Α) [σκοτάζω] επισκοτώ* …   Dictionary of Greek

  • σκοτασμός — ο, ΝΜΑ [σκοτάζω] 1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σκοτεινό 2. μείωση, ελάττωση τής όρασης («σκοτασμὸς ὀφθαλμῶν», Διοσκ.) νεοελλ. μσν. 1. ζάλη που προκαλεί η πείνα ή η σωματική εξάντληση, σκοτοδίνη («τὸν σκοτασμόν μου... τὸν ἔχω τότε, βασιλεῡ,… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • συσκοτάζω — και αττ. τ. ξυσκοτάζω Α 1. καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό («καὶ συσκοτάσω τοὺς ἀστέρας αὐτοῡ», ΠΔ) 2. γίνομαι εντελώς σκοτεινός («καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις», Πολ.) 3. απρόσ. συσκοτάζει ή ξυσκοτάζει σκοτεινιάζει εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՈՒԵՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0754 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c չ. σκιάζομαι obumbror σκοτάζω tenebresco. Ստուերամած լինել. մթագնիլ. նսեմանալ. աղօտանալ. խաւարիլ. անշքանալ. *Փառացն վայելչութիւն ստուերացաւ: Մի՛ լիցի ստուերացեալ լուսոյդ երախտիս:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κατασκοτάζειν — κατά σκοτάζω grow dark pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσκότασεν — ἐπεσκότᾱσεν , ἐπί , εἰσ κοτάω aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπεσκότᾱσεν , ἐπί σκοτάω their sight is darkened aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπί σκοτάζω grow dark aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”