- συ-σκιασμός
συ-σκιασμός, ὁ, = συσκίασις, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σκιασμός, ὁ, = συσκίασις, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκιασμός — shadow cast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
σκιασμοῖς — σκιασμός shadow cast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιασμοῦ — σκιασμός shadow cast masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιασμούς — σκιασμός shadow cast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιασμόν — σκιασμός shadow cast masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγμός — ο, Ν βλ. σκιασμός (II) … Dictionary of Greek
σκίασμα — σκίασμα, το και σκιασμός, ο σκίαση, φωτοσκίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)