- συ-σφάττω
συ-σφάττω, = συσφάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σφάττω, = συσφάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφάττω — NM βλ. σφάζω … Dictionary of Greek
σφάττω — σφάζω slay pres subj act 1st sg σφάζω slay pres ind act 1st sg σφάσσω , σφάζω slay aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσφάζω — (AM ἀποσφάζω, Α κ. σφάττω) κόβω τον λαιμό κάποιου, τον σφάζω νεοελλ. τελειώνω το σφάξιμο αρχ. σκοτώνω … Dictionary of Greek
κυνοσφαγής — κυνοσφαγής, ές (Α) (για την Εκάτη) αυτή προς τιμήν τής οποίας θυσιάζονται σκύλοι («τῆς κυνοσφαγοῡς θεᾱς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) + σφαγής (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην, παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. νεο σφαγής] … Dictionary of Greek
μηλοσφάγος — μηλοσφάγος, ον (Α) αυτός που θυσιάζει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σφάγος (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. ταυρο σφάγος, χοιρο σφάγος] … Dictionary of Greek
νεοσφαγής — νεοσφαγής, ές (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.) 2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα 3. (κατ επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῡτόν γε... φόνον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * +… … Dictionary of Greek
σφάζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφάττω και βοιωτ. τ. σφάδδω Α 1. θανατώνω κάποιον κόβοντάς του τον λαιμό 2. (γενικά) φονεύω, σκοτώνω με μαχαίρι, ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο 3. μτφ. πληγώνω βαθιά, βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τα λόγια της τόν έσφαξαν» β. «βλέπε … Dictionary of Greek
χάζω — Α 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», Ομ. Οδ.) 2. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χάζω (< *χαδjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *gheә1 τής ΙΕ ρίζας *ghē «είμαι… … Dictionary of Greek
ԶԵՆԱՆԻՄ — (զենայ) NBH 1 0731 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ԶԵՆՈՒՄ եւ կր. ԶԵՆԱՆԻՄ. θύω, θυσιάζω, καταθύω, σφάττω, σφάζω macto, jugulo, occido, victimam offero, sacrifico Հատանել զպարանոցս կենդանեաց. փողոտել, խողխողել,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԶԵՆՈՒՄ — (զենի, զե՛ն.) NBH 1 0731 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ն. ԶԵՆՈՒՄ եւ կր. ԶԵՆԱՆԻՄ. θύω, θυσιάζω , καταθύω, σφάττω, σφάζω macto, jugulo, occido, victimam offero, sacrifico Հատանել զպարանոցս կենդանեաց. փողոտել,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՊԱՆԱՆԵՄ — (սպանի, սպան.) NBH 2 0734 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c ն. σφάττω, σφάζω, φονεύω , κτείνω, καίνω, ἁποκτείνω interficio, occido, neo, macto եւն. Զենուլ. խողխողել. գլխատել. սրով ծախել. զոհել. մեռուցանել. ի մահ մատնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)