- συ-σφιγκτήρ
συ-σφιγκτήρ, ῆρος, ὁ, ein enges, den Leib zusammenschnürendes Kleid, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σφιγκτήρ, ῆρος, ὁ, ein enges, den Leib zusammenschnürendes Kleid, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφιγκτήρ — that which binds tight masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῆρα — σφιγκτήρ that which binds tight masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῆρι — σφιγκτήρ that which binds tight masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῆρος — σφιγκτήρ that which binds tight masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτήρων — σφιγκτήρ that which binds tight masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτήρας — ο / σφιγκτήρ, ῆρος, NA σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο τού σώματος («σφιγκτήρας τού πυλωρού») αρχ. 1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα» … Dictionary of Greek
Spintria — Spintriae aus Pompeji Spintria (lat.: „Strichjunge“, von σφιγκτὴρ = Schließmuskel) sind zumeist in die Zeit des römischen Kaisers Tiberius zu datierende münzähnliche tesserae aus Bronze oder Messing. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Spintriae — aus Pompeji Spintria (lat.: „Strichjunge“, von σφιγκτὴρ = Schließmuskel) waren zumeist in die Zeit des römischen Kaisers Tiberius zu datierende münzähnliche tesserae aus Bronze oder Messing. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Сфинктер — (др. греч. σφιγκτήρ от σφίγγω «сжимаю») клапанное устройство, регулирующее переход содержимого из одного органа организма в другой (или из одной части трубчатого органа в другую). Роль сфинктера выполняет круговая мышца, суживающая… … Википедия
Esfínter — (Del lat. sphincter < gr. sphinkter, lazo, atadijo.) ► sustantivo masculino ANATOMÍA Músculo en forma de anillo que rodea el orificio de entrada o de salida de ciertas cavidades naturales del organismo y que, al contraerse, los cierra: ■… … Enciclopedia Universal
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek