συ-στάς

συ-στάς

συ-στάς, άδος, ἡ, dicht zusammenstehend; συστάδες ἀμπέλων, in Vierecken gepflanzte Weinstöcke, vites compluviatae, Schneider Arist. pol. 7, 11; nach Andern solche, die in sich durchkreuzenden Reihen, in quincuncem gepflanzt sind; vgl. Poll. 6, 159; – συστάδες ϑαλάσσης, ὀμβρίων, Pfützen vom zusammengelaufenen, stehenden Meer- oder Regenwasser, Strab. XVI p. 773.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στᾶς — ἵστημι make to stand aor ind act 2nd sg (doric) στᾶ̱ς , στάζω drop fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στᾷς — στάζω drop fut ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάς — στά̱ς , ἵστημι make to stand aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταίς — και σταῖς, αιτός και στάς, ατός, τὸ, Α 1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ. β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί»,… …   Dictionary of Greek

  • χοροστάς — άδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) γιορτή τελούμενη με χορούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάς, στάδος (< θ. στα δ τού ἵστημι, πρβλ. στάδην, στάδιος), πρβλ. παρα στάς] …   Dictionary of Greek

  • Симон волхв — (ό μάγος) из самарийского мст. Гиттон, современник апостолов, основатель существовавшей еще в III в. гностической секты симониан, или еленгиан (по имени его спутницы Елены). По общему мнению древних христианских писателей (Иустин, Ириней, Ипполит …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Симон Волхв — (греч. Σίμων ό μάγος)  из самарийского местечка Гиттон, современник апостолов, по преданию, основатель существовавшей до III в. гностической секты симониан, или еленгиан (по имени его спутницы Елены). По общему мнению некоторых древних… …   Википедия

  • MYRTUSSA — vel MYRTUSA, mons Libyae. Callimachus in Apollinem, Στὰς ἐπὶ Μυρτούσης κερατώδεος. Ubi Schol. Μύρτουσα ὄρος Λιβύης. Idem habet Steph. Eius meminit Apoll. l. 2. Αἱ Λιβύην ενέμοντο παραὶ Μυρτώσιον αἶπος. Nic. Lloyd …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …   Dictionary of Greek

  • ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”