συ-στοχάζομαι

συ-στοχάζομαι

συ-στοχάζομαι, mit, zugleich zielen, M. Ant. 3, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”