- συ-σταμνίζω
συ-σταμνίζω, mit, zugleich in dieselbe Flasche thun, Nic. frg. 3, 13 bei Ath. IV, 133 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-σταμνίζω, mit, zugleich in dieselbe Flasche thun, Nic. frg. 3, 13 bei Ath. IV, 133 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασταμνίζω — (Α) 1. μεταγγίζω κρασί από βυτίο σε μικρότερο πήλινο αγγείο 2. φρ. «οἶνος κατεσταμνισμένος» κρασί σε σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σταμνίζω (< στάμνος), πρβλ. συ σταμνίζω] … Dictionary of Greek
συσταμνίζω — Α βάζω κάτι στην ίδια στάμνα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σταμνίζω (< στάμνος) πρβλ. κατα σταμνίζω] … Dictionary of Greek