- προς-εκ-μαίνομαι
προς-εκ-μαίνομαι, pass., noch dazu heftig in Wuth gerathen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εκ-μαίνομαι, pass., noch dazu heftig in Wuth gerathen, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
ερωμανής — ές (AM ἐρωμανής, ές) ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.) αρχ. αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.). επίρρ... ἐρωμανῶς μσν. με μανία, με σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω ς + μανής… … Dictionary of Greek
κοκαϊνομανής — ές αυτός που κατέχεται από μανιώδες πάθος για συχνή λήψη κοκαΐνης, αυτός που πάσχει από κοκαϊνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomane < cocaine (< coca + ine) + mane (<… … Dictionary of Greek
κοκαϊνομανία — η, και κοκαϊνισμός, ο ιατρ. τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cocainomanie < cocaine (< coca + ine) + manie (πρβλ. μανία < μανία <… … Dictionary of Greek
λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] … Dictionary of Greek