- συ-στρατοπεδεύομαι
συ-στρατοπεδεύομαι, dep. med., mit, zugleich, zusammen ein Lager aufschlagen, bezichen, Xen. An, 2, 4, 9 Hell. 6, 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συ-στρατοπεδεύομαι, dep. med., mit, zugleich, zusammen ein Lager aufschlagen, bezichen, Xen. An, 2, 4, 9 Hell. 6, 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατοπεδεύομαι — στρατοπεδεύω encamp pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδεύω — ΝΜΑ [στρατόπεδο(ν)] καταλύω, εγκαθίσταμαι σε στρατόπεδο (α. «η μονάδα στρατοπέδευσε στους γειτονικούς λόφους» β. «ὑπαίθριοι δ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε», Ξεν.) αρχ. 1. σταθμεύω προσωρινά σε έναν τόπο 2. μέσ. στρατοπεδεύομαι α) (για στόλο) παραμένω σε… … Dictionary of Greek