- προς-εκ-δέρω
προς-εκ-δέρω, noch dazu ausschinden, das Fell abziehen, übertr., noch dazu ausprügeln, προςεκδαρεὶς ἄπει, Posidipp. bei Ath. XI, 377 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-εκ-δέρω, noch dazu ausschinden, das Fell abziehen, übertr., noch dazu ausprügeln, προςεκδαρεὶς ἄπει, Posidipp. bei Ath. XI, 377 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
υποδέρω — Α αφαιρώ το δέρμα λίγο ή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρω «γδέρνω»] … Dictionary of Greek