συ-σπουδαστικός

συ-σπουδαστικός

συ-σπουδαστικός, ή, όν, mit, zugleich eifrig, ernsthaft betreibend, M. Ant. 1, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπουδαστικός — σπουδαστικός, ή, ό και σπουδαχτικός, ή, ό επίρρ. ά βιαστικός, γρήγορος: Τα ίχνη αλλάζοντας σπουδαχτικά (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδαστικός — zealous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικός — ή, ό / σπουδαστικός, ή, όν, ΝΑ [σπουδαστός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές 2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό» (στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία τής ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση …   Dictionary of Greek

  • σπουδαστικώτερον — σπουδαστικός zealous adverbial comp σπουδαστικός zealous masc acc comp sg σπουδαστικός zealous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικοί — σπουδαστικός zealous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστική — σπουδαστικός zealous fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικῶς — σπουδαστικός zealous adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώτατος — σπουδαστικός zealous masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώτεροι — σπουδαστικός zealous masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστικώς — Α επίρρ. βλ. σπουδαστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”